επάρκεια

επάρκεια
η
1. η ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας πράγματος: Επάρκεια τροφίμων.
2. ικανότητα, αξιότητα, αξιοσύνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επάρκεια — η (Α ἐπάρκεια) [επαρκής] νεοελλ. 1. η ύπαρξη τής αναγκαίας ποσότητας ή ενός πράγματος («επάρκεια τροφίμων») 2. ικανότητα, αξιωσύνη αρχ. 1. βοήθεια, επικουρία, ενίσχυση 2. στον πληθ. αἱ ἐπάρκειαι τα εφόδια, οι ζωοτροφές …   Dictionary of Greek

  • ἐπαρκείας — ἐπαρκείᾱς , ἐπάρκεια help fem acc pl ἐπαρκείᾱς , ἐπάρκεια help fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρκείαις — ἐπάρκεια help fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάρκειαν — ἐπάρκεια help fem acc sg παρακαίομαι aor ind act 3rd pl (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγορανομική νομοθεσία — Το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την αγορανομία, τις αρμοδιότητες και το αντικείμενό της, τον καθορισμό των αγορανομικών αδικημάτων και των ποινών τους, τη ρύθμιση των ορίων τιμών και ποσοστών κέρδους των προϊόντων κατά κατηγορίες και,… …   Dictionary of Greek

  • ευθηνία — και ευτηνιά, η (ΑΜ εὐθηνία) 1. η φτήνια, η πώληση σε χαμηλή τιμή 2. η ευτέλεια, η ποταπότητα αρχ. μσν. 1. αφθονία, επάρκεια αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται εὐθηνία πολλή», ΠΔ) 2. ευημερία, ευμάρεια αρχ. 1. περίσσεια, επάρκεια («εὐθηνία φρονήσεως») …   Dictionary of Greek

  • ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”